μυελαυξής

μυελαυξής
μυελαυξής, -ές (Α)
αυτός που συμβάλλει στην αύξηση τού μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + -αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεο-αυξής, πολυ-αυξής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυελαυξεῖ — μυελαυξής increasing the marrow masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μυελαυξής increasing the marrow masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”